Η Αντωνία Μποτονάκη, η «νεραγδαλλαγμένη» πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, μετά από ένα μάλλον ταραχώδη βίο φαίνεται να συμφώνησε με τη Μούσα της Λογοτεχνίας και αντάλλαξε ζωή με γραφή. Κι έτσι προέκυψε αυτό το μυθιστόρημα από τις εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ, ένα βιβλίο σε 3 μέρη, περίπου 300 σελίδων.
Επειδή τόσο στον πρόλογο όσο και στον επίλογο -με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο- δηλώνεται το βιβλίο αυτό ως καρπός της ψυχανάλυσης της αφηγήτριας και –εικάζω εγώ- συγγραφέως, κρίνω σκόπιμο να ξεκλέψω λίγες φράσεις από το σύντομο βιογραφικό της, όπου αναφέρει: «Έζησα σε Κάντανο, Χανιά, Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Θέλω να ζήσω κι αλλού».
Και πιο κάτω «σπούδασα οδοντοτεχνίτρια, ηθοποιός και διαιτολόγος.
Ήθελα να ’ρχονταν τα πράγματα αλλιώς» και «Είμαι ευγνώμων για ό,τι στερήθηκα». Ίσως όμως πιο έγκυρα βιογραφικά στοιχεία παρέχει το παρακάτω απόσπασμα :«Ήθελα τώρα να κοιμάμαι στο κατώι…αχ και να γινότανε!» ~131-133
Δυο λόγια για το χωροχρονικό πλαίσιο: τόπος της δράσης στο πρώτο και δεύτερο μέρος είναι το χωριό Σκοτιδιανά -στην περιοχή της Καντάνου- και στο τρίτο μέρος τα Χανιά.
Η εποχή είναι η προπολεμική και μεταπολεμική Κρητική ύπαιθρος, ενώ αργότερα η δράση μετατοπίζεται στο αστικό περιβάλλον των Χανίων κατά τη δικτατορία.
Δεν θ’ αναρωτηθώ ποια από τα γεγονότα που διαβάζουμε είναι μνήμη και ποια επινόηση. Δεν θ’ αναφερθώ στην πλοκή με την πυκνή ύφανση, ούτε στην πρωτοπρόσωπη αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιεί η συγγραφέας και που επιτρέπει σε κάποια σημεία στη γραφή να έχει ένα έξοχο, κοφτό ρυθμό κι ένα συνειρμικό -σχεδόν παραληρηματικό- χαρακτήρα.
Άλλωστε, νιώθω αδύναμος να μιλήσω για πεζογραφία, εάν επρόκειτο για ποιητική συλλογή ίσως θα μου ήταν πιο εύκολο.
Όμως το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα ιδιότυπο συναξάρι λαογραφίας, παράδοσης, ιστορίας και φύσης της Κρήτης, και το ποτάμι αυτό που αρδεύει όλο το μυθιστόρημα και το διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη, θέλω να αναδείξω:
Έτσι, λοιπόν, μες στο βιβλίο απαντάμε καλειδοσκοπικά την τυπολογία της αγροτικής οικίας και τη ζωή μέσα σ’ αυτήν «Με μια κουρελού να κάθουνται τις κρύες νύχτες με τη φωτιά αναμμένη στο πυρομάχι…οι χρησμοί «ουδέν έλεγαν, ουδέν έκρυπταν» ~ 43.
Επίσης, γνωρίζουμε τις παραδοσιακές ασχολίες με αναλυτικές ή σύντομες περιγραφές:
- Μετάξι ~67-68 /μεταξοσκώληκας ~253
- Καλλιέργεια λιναριού ~61
- Υφαντική/αργαλειός ~250
- Αμπέλι - τρύγος ~200
- Λιομαζώχτρα ~103
- Ξυλοκάμινο ~84
Ιδιαίτερη θέση έχουν οι τελετές ως ξεχωριστές στιγμές στη ζωή των κατοίκων της υπαίθρου :
- γάμος ~80
- βάφτιση φτωχού παιδιού ~59
- ταφικά έθιμα ~24 / φυσικός θάνατος & ταφή ~144-146 / μνήμη νεκρών ~232 - 233
- χορός σε πανηγύρι ~75
Τέλος, δεν λείπουν: το μοιρολόι ~1-19 και το δημοτικό τραγούδι ~56
Οι γητειές, οι βασκανίες ~22,193 και η μαντεία ~17
Η λαϊκή ιατρική ~17 και η λαϊκή διάγνωση της φυματίωσης ~72 -73 «Εικοσιοχτώ χρονών η Μα, αδύνατη, μόλις που ζύγιζε…φθισικιά, μαραζιάρα» ~72-73
Η σχολική ζωή και οι τιμωρίες ~136
Κι όλα αυτά γραμμένα σε μια γλώσσα που δεν απεμπολεί τα διαλεκτόφωνα χαρακτηριστικά της και είναι γι’ αυτό πειστική και ρέουσα.
Παράλληλα, η παράδοση με την έννοια της σχέσης των γενεών και της διαλεκτικής του παρόντος με το παρελθόν, ανιχνεύεται ιδιαίτερα στο πρώτο -αλλά και το δεύτερο- μέρος του βιβλίου : «Η Κατερίνη και η αδερφή της η Μαρία…για τη μεγάλη ζωή, την ενήλικη» ~ 31 .
Τα νεότερα μέλη τις οικογένειας Κοτρωνάκη που ακολουθούν τις συνήθειες των παλιών αλλά και απομακρύνονται δραματικά από αυτές (όπως η απαλλαγή της μικρής Αντιγόνη από τα θρησκευτικά της καθήκοντα, όταν αυτή ξερνάει τη Θεία Κοινωνία μέσα την εκκλησία μόλις έχει μεταλάβει), η απότομη έλευση της τεχνολογικής καινοτομίας που άλλοτε ξενίζει (το ηλεκτρικό φως «το καινουργιοφερμένο ηλεκτρικό…χαλίκια» & «οι κολόνες της ΔΕΗ…του Ιούδα»~119), κι άλλοτε είναι ευπρόσδεκτη (όπως το πρώτο ψυγείο με παγωτά στην Κάντανο), οι σχέσεις αυτάρκειας και αυτοδιαχείρισης της τοπικής κοινωνίας (π.χ. η μοιρασιά του νερού, ώστε κάθε οικογένεια να ποτίζει τα χωράφια της μια μέρα την εβδομάδα), οι προφορικές ιστορίες που η Μα επαναλαμβάνει απαράλλαχτες, όλα αυτά είναι ψήγματα μιας παράδοσης που όμοια κι αλλαγμένη συνεχίζει με τις νέες γενιές, μια παράδοση που η πραγματικότητα διαρκώς την παραλλάσει και την μεταμορφώνει, παίρνοντας τη θέση της περίπου όπως κάνουν κι οι νεράιδες με τη μικρή Αντιγόνη, το «νεραγδαλλαγμένο».
Η κρητική ύπαιθρος περιγράφεται στο βιβλίο θάλλουσα και καρπερή με τα προϊόντα της γης και της θάλασσας, όπως μας τα παραθέτει η συγγραφέας σε διάφορα κεφάλαια, που εκτυλίσσονται άλλα στο χωριό Σκοτιδιανά και άλλα στην αγορά των Χανίων.
Η ηρωίδα καμαρώνει τα λοίσιμα προιόντα , επιδίδεται σε συλλογή μανιταριών και χόρτων (που κατονομάζονται με τη σχολαστικότητα του ερευνητή), ακολουθεί τους χοχλιδολόγους «πριν τη σπηλιά και το μεγάλο γκρεμνό, έβγαιναν τις νύχτες…με πίτουρο και κληματόβεργες» ~ 28-29.
Η φύση και τα καιρικά φαινόμενα όπως ο άνεμος, η βροχή, η καταιγίδα περιγράφονται με τρόπο απλό και διεισδυτικό, με τις πινελιές που συγκρατεί η παιδική μνήμη και αίσθηση του κόσμου.
Τέλος, στιγμές της νεότερης κρητικής ιστορίας, όπως το ολοκαύτωμα της Καντάνου το 1941 αναπλάθονται και ενσωματώνονται στην αφήγηση με τη μορφή προφορικής βιωματικής κατάθεσης που συγκλονίζει τον αναγνώστη. Θαρρεί κανείς πως μια σειρά από ανεξίτηλες μορφές πεθαμένων ζωντανεύουν γυρεύοντας δικαιοσύνη.
Μα και ευρύτερα, όλοι οι πεθαμένοι που αναφέρονται στο βιβλίο, ένα «σκοτεινό άγημα σκιών», ζωντανεύουν γυρεύοντας αλήθεια και συγχώρεση.
Την αλήθεια τους την αναγνωρίζει ο αναγνώστης, τη συγχώρεση τούς την δίνει το ίδιο το περιβάλλον, κοινωνικό και φυσικό, που τους είχε καταδικάσει σε απομόνωση ενόσω ζούσαν.
Επιλογικά, το βιβλίο είναι αξιανάγνωστο και αξιοσύστατο όχι μόνο για τη μαγγανεία της πλοκής του αλλά και για τη μαγεία του περιεχομένου του. Φύση και λαϊκή ζωή της Κρήτης , αγροτική και αστική, μεταστοιχειώνονται από τη μνήμη και τη νεραϊδένια φαντασία της συγγραφέως σε εικόνες που σαλεύουν κάτω από τις λέξεις, εικόνες μαγικές και «νεραγδαλλαγμένες».
Γιάννης Μαρκάκης
Διευθυντής Μουσείου παραδοσιακής ζωής Κρήτης"ΛΥΧΝΟΣΤΑΤΗΣ"
Αντιπρόεδρος Παγκόσμιας Επιτροπής Περιφερειακών Μουσείων (ICR/ICOM)